- σπινθήρ
- σπινθήρ, ῆρος: spark, pl., Il. 4.77†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
σπινθήρ — spark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρ' — σπινθῆρα , σπινθήρ spark masc acc sg σπινθῆρι , σπινθήρ spark masc dat sg σπινθῆρε , σπινθήρ spark masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. σπινθήρας … Dictionary of Greek
σπινθῆρα — σπινθήρ spark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρας — σπινθήρ spark masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρες — σπινθήρ spark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρι — σπινθήρ spark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρος — σπινθήρ spark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρσι — σπινθήρ spark masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρσιν — σπινθήρ spark masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθήρων — σπινθήρ spark masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)